- αναφροδισία
- η (Α ἀναφροδισία) [αναφρόδιτος]έλλειψη γενετήσιας ορμής, η ψυχρότητα στη σεξουαλική πράξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναφροδισία — η η έλλειψη γενετήσιας επιθυμίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναφροδισίας — ἀναφροδισίᾱς , ἀναφροδισία want of power to inspire love fem acc pl ἀναφροδισίᾱς , ἀναφροδισία want of power to inspire love fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφροδισίαν — ἀναφροδισίᾱν , ἀναφροδισία want of power to inspire love fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
anafrodisia — (Del gr. anaphrodisia < an, privativo + aphrodisia, placer sensual.) ► sustantivo femenino MEDICINA Disminución o ausencia del deseo sexual. * * * anafrodisia (del gr. «anaphrodisía») f. Med. Falta o disminución del apetito sexual. * * *… … Enciclopedia Universal
άνηβος — η, ο (Α ἄνηβος, ον) [ήβη] αυτός που δεν είναι ακόμη έφηβος αρχ. αυτός που έχει αναφροδισία, ο σεξουαλικά ανίκανος … Dictionary of Greek
αναφροδισιακός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με την αναφροδισία 2. ο κατευναστικός της ερωτικής ορμής (αναφροδισιακά) … Dictionary of Greek
αναφρόδιτος — η, ο (Α ἀναφρόδιτος, ον) [Αφροδίτη] εκείνος που πάσχει από αναφροδισία νεοελλ. εκείνος που δεν έχει έλθει σε σαρκική επιμιξία αρχ. 1. άτυχος στον έρωτα 2. άγαρμπος, άχαρος, χωρίς θέλγητρα … Dictionary of Greek
anafrodisia — (Del gr. ἀναφροδισία). f. Disminución o falta del apetito venéreo … Diccionario de la lengua española